- ροσόλι
- 1. τό розовый ликёр;2, εηίθ. очень сладкий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ροσόλι — το, Ν ηδύποτο, λικέρ αρωματισμένο με απόσταγμα ρόδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. rosolio, πιθ. < μσν. λατ. ros solis «δροσιά τού ήλιου, σκιά»] … Dictionary of Greek
ροσόλι — το (λ. ιταλ.), λικέρ αρωματισμένο με απόσταγμα τριαντάφυλλου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηδύποτο — Γλυκό αλκοολούχο ποτό που έχει αρωματιστεί με διάφορα φυσικά ή συνθετικά αρώματα. Το η. παρασκευάζεται χωρίς ζύμωση, με ανάμιξη αλκοόλης, νερού, αρωματικών υλών και ζάχαρης. Οι σπουδαιότεροι μέθοδοι παρασκευής είναι τρεις: η μέθοδος της απόσταξης … Dictionary of Greek